Источник στα ελληνικά

Μετάφραση: источник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίζα, εκτροφέας, πατρότητα, σπέρνω, μητέρα, νομισματοκοπείο, πηγή, γέννα, μέντα, δεξαμενή, γραμματοσειρά, προέλευση, αρχή, βρύση, γέννηση, μεταλλείο, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
Источник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аблактировка στα ελληνικά - ablaktirovka
  • бубны στα ελληνικά - διαμάντια, διαμαντιών, τα διαμάντια, διαμαντιών που, διαμάντια που
  • винный στα ελληνικά - ένοχος, κρασί, οίνος, οίνου, κρασιού, οίνο
  • диафильм στα ελληνικά - λωρίδας φιλμ
Τυχαίες λέξεις
Источник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίζα, εκτροφέας, πατρότητα, σπέρνω, μητέρα, νομισματοκοπείο, πηγή, γέννα, μέντα, δεξαμενή, γραμματοσειρά, προέλευση, αρχή, βρύση, γέννηση, μεταλλείο, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές