Кадровый στα ελληνικά
Μετάφραση: кадровый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τακτικός, ενεργός, δραστήριος, ομαλός, ακμαίος, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, προσωπικό που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антрепренерский στα ελληνικά - επιχειρηματικό, επιχειρηματική, επιχειρηματικής, επιχειρηματικών, επιχειρηματικού
- бичламар στα ελληνικά - beach-, παραλίας, παραλιακό, της παραλίας, παραθαλάσσια
- вычертить στα ελληνικά - υπόλειμμα, ίχνος, επισύρω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, τραβώ, ζωγραφίζω, ...
- дурман στα ελληνικά - ντοπάρω, Datura, του Datura
Τυχαίες λέξεις
Кадровый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τακτικός, ενεργός, δραστήριος, ομαλός, ακμαίος, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, προσωπικό που
Μεταφράσεις: τακτικός, ενεργός, δραστήριος, ομαλός, ακμαίος, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, προσωπικό που