Канавка στα ελληνικά
Μετάφραση: канавка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυλάκι, οχετός, εντομή, αυλακώνω, ρείθρο, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ассирийский στα ελληνικά - ασσυριακός, Ασσυρίων, Ασσυριακά, ασσυριακή, ασσυριακής
- бездельница στα ελληνικά - bezdelnitsa
- ведьма στα ελληνικά - μάγισσα, μαγισσών, μάγισσας, μάγισσα που
- диалектик στα ελληνικά - διαλεκτικός φιλόσοφος, διαλεκτικός, διαλεκτικού
Τυχαίες λέξεις
Канавка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυλάκι, οχετός, εντομή, αυλακώνω, ρείθρο, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή
Μεταφράσεις: αυλάκι, οχετός, εντομή, αυλακώνω, ρείθρο, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή