Канючить στα ελληνικά
Μετάφραση: канючить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκρινιάζω, μουγκρίζω, μεμψιμοιρώ, μουγκρητό, στενάζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- включать στα ελληνικά - μπλέκω, εμπλέκομαι, συσσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, εκφράζω, τοποθετώ, βάζω, ...
- вышколенный στα ελληνικά - εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
- гражданство στα ελληνικά - κοινότητα, κοινωνία, υπηκοότητα, ιθαγένεια, χώρα, χώρας, χωρών, ...
- гурт στα ελληνικά - όμιλος, σύμπλεγμα, λάκκος, συγκρότημα, συρρέω, ορυχείο, ομάδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Канючить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκρινιάζω, μουγκρίζω, μεμψιμοιρώ, μουγκρητό, στενάζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Μεταφράσεις: γκρινιάζω, μουγκρίζω, μεμψιμοιρώ, μουγκρητό, στενάζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό