Капиталовложения στα ελληνικά
Μετάφραση: капиталовложения, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόκος, επιτόκιο, ενδιαφέρον, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аутсайдер στα ελληνικά - ξένος, αλλοδαπός, αουτσάιντερ, ξένο, outsider, παρείσακτη
- варварский στα ελληνικά - βάρβαρη, βάρβαρο, βάρβαρες, βαρβαρικές, βάρβαρης
- вырождение στα ελληνικά - εκφύλιση, εκφυλισμός, εκφυλισμό, εκφυλισμού, κηλίδας
- горка στα ελληνικά - τούρλα, περιστατικό, μπουφές, λοφίσκος, βαλίτσα, θήκη, λόφος, ...
Τυχαίες λέξεις
Капиталовложения στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόκος, επιτόκιο, ενδιαφέρον, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
Μεταφράσεις: τόκος, επιτόκιο, ενδιαφέρον, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών