Капут στα ελληνικά
Μετάφραση: капут, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστροφή, τελειώνω, χαλώ, χαντακώνω, ρήμαγμα, τέλος, kaput, χαλάσει ο δίσκος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белесоватый στα ελληνικά - υπόλευκος, υπόλευκο, λευκωπό, λευκωπή, υπόλευκα
- вольнонаемный στα ελληνικά - πολίτης, πολιτικός, μη στρατιωτικών, άμαχου, μη στρατιωτικής
- воровка στα ελληνικά - κλέφτης, κλέφτη, ληστής, ληστή, κλέπτης
- горящий στα ελληνικά - φλογερός, ζωντανός, παθιασμένος, φλεγόμενος, μένω, καύση, καύσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Капут στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστροφή, τελειώνω, χαλώ, χαντακώνω, ρήμαγμα, τέλος, kaput, χαλάσει ο δίσκος
Μεταφράσεις: καταστροφή, τελειώνω, χαλώ, χαντακώνω, ρήμαγμα, τέλος, kaput, χαλάσει ο δίσκος