Кара στα ελληνικά
Μετάφραση: кара, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειθαρχώ, διόρθωμα, κρίση, κύρωση, μαστίζω, τίμημα, τιμωρία, πληγή, εκδίκηση, επίσκεψη, διόρθωση, επιθεώρηση, ποινή, πρόστιμο, στερούμαι, πειθαρχία, τιμωρίας, θανατικής, την τιμωρία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- афористичный στα ελληνικά - επιγραμματική, αφοριστικό, αφοριστικές
- вольноотпущенный στα ελληνικά - απελεύθεροι, απελεύθερους, οι απελεύθεροι, απελεύθερων, απελευθέρων
- второе στα ελληνικά - δεύτερος, δεύτερον, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
- ежесекундный στα ελληνικά - ασταμάτητος, συνεχής, αδιάκοπη, ακατάπαυστη, αδιάκοπες, συνεχή, συνεχείς
Τυχαίες λέξεις
Кара στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειθαρχώ, διόρθωμα, κρίση, κύρωση, μαστίζω, τίμημα, τιμωρία, πληγή, εκδίκηση, επίσκεψη, διόρθωση, επιθεώρηση, ποινή, πρόστιμο, στερούμαι, πειθαρχία, τιμωρίας, θανατικής, την τιμωρία
Μεταφράσεις: πειθαρχώ, διόρθωμα, κρίση, κύρωση, μαστίζω, τίμημα, τιμωρία, πληγή, εκδίκηση, επίσκεψη, διόρθωση, επιθεώρηση, ποινή, πρόστιμο, στερούμαι, πειθαρχία, τιμωρίας, θανατικής, την τιμωρία