Клевок στα ελληνικά
Μετάφραση: клевок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взъерошивать στα ελληνικά - βολάν, κυματισμών, πτυχώσεις, ruffles, πτυχώσεων
- вольера στα ελληνικά - πτηνοτροφείο, κλουβί, ορνιθώνων, μεγάλο κλουβί, πτηνοτροφική μονάδα
- грудина στα ελληνικά - στέρνο, στέρνου, το στέρνο, στήθους, του στήθους
- жеребейка στα ελληνικά - στεφάνι, κομπολόι, κομπολογιού, γιρλαντών, γιρλάντα
Τυχαίες λέξεις
Клевок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
Μεταφράσεις: ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα