Кол στα ελληνικά

Μετάφραση: кол, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτερύγιο, πάσσαλος, καρίνα, παλούκι, στοίχημα, διακυβεύονται, διακυβεύεται, ποσοστό, μερίδιο
Кол στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вакцинация στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
  • вулкан στα ελληνικά - διέξοδος, τρύπα, ηφαίστειο, ηφαιστείου, το ηφαίστειο, στο ηφαίστειο, του ηφαιστείου
  • выражение στα ελληνικά - ρήση, έκφραση, διατυπώνω, τρίμηνο, θωριά, γνωμικό, παροιμία, ...
  • жизнелюб στα ελληνικά - ταλαντευτής, Μετρητής ελεύθερου, Swinger, ελεύθερου, Μετρητή ελεύθερου
Τυχαίες λέξεις
Кол στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτερύγιο, πάσσαλος, καρίνα, παλούκι, στοίχημα, διακυβεύονται, διακυβεύεται, ποσοστό, μερίδιο