Компаньон στα ελληνικά
Μετάφραση: компаньон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντροφος, ταίρι, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воспламеняться στα ελληνικά - πυροβολώ, φωτιά, ερεθίζω, πυρκαγιά, απολύω, αναφλέγονται, αναφλεγεί, ...
- гарри στα ελληνικά - βασανίζω, λυμαίνομαι, Χάρι, Ο Χάρι, Ο Harry
- деформироваться στα ελληνικά - σχήμα, διαμορφώνω, διογκώνω, μορφώνω, αρμόζω, γίνομαι, σχηματίζω, ...
- джордж στα ελληνικά - Γεώργιος, Γιώργος, George, Γεωργίου, Γιώργο
Τυχαίες λέξεις
Компаньон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντροφος, ταίρι, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Μεταφράσεις: σύντροφος, ταίρι, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός