Конец στα ελληνικά
Μετάφραση: конец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάληξη, μαρασμός, ουρά, τελειώνω, κοντά, κλίνω, ξεπεσμός, πνιγηρός, έκβαση, τέλος, αποπνιχτικός, κολλητός, περατώνω, εκεχειρία, ανακωχή, τερματισμός, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вездеходный στα ελληνικά - cross-country, μεταξύ των χωρών, μεταξύ χωρών, διακρατική, σκι αντοχής
- вчуже στα ελληνικά - vchuzhe
- вымокнуть στα ελληνικά - εμποτίζω, μουσκεύω, vymoknut
- горделиво στα ελληνικά - υπερήφανα, αλαζονικώς, υπεροπτικά, αλαζονικά, υπεροψία
Τυχαίες λέξεις
Конец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάληξη, μαρασμός, ουρά, τελειώνω, κοντά, κλίνω, ξεπεσμός, πνιγηρός, έκβαση, τέλος, αποπνιχτικός, κολλητός, περατώνω, εκεχειρία, ανακωχή, τερματισμός, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
Μεταφράσεις: κατάληξη, μαρασμός, ουρά, τελειώνω, κοντά, κλίνω, ξεπεσμός, πνιγηρός, έκβαση, τέλος, αποπνιχτικός, κολλητός, περατώνω, εκεχειρία, ανακωχή, τερματισμός, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη