Конкурировать στα ελληνικά
Μετάφραση: конкурировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβγαίνω, αντίπαλος, διαγωνίζομαι, αντίζηλος, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аукционист στα ελληνικά - δημοπράτης, εκπλειστηριαστή, δημοπράτη, εκπλειστηριαστής, διοργανωτής της δημοπρασίας
- браковщик στα ελληνικά - ελεγκτής, επιθεωρητής, επόπτης, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
- взаимопроникать στα ελληνικά - αλληλοδιαπερνώ, αλληλοδιαπερνά, διεισδύουν, διεισδύει, διαπερνούν
- гуманист στα ελληνικά - ουμανιστής, ανθρωπιστής, ανθρωπιστή, ουμανιστική, ανθρωπιστών
Τυχαίες λέξεις
Конкурировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβγαίνω, αντίπαλος, διαγωνίζομαι, αντίζηλος, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Μεταφράσεις: παραβγαίνω, αντίπαλος, διαγωνίζομαι, αντίζηλος, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται