Консервативный στα ελληνικά

Μετάφραση: консервативный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπνικτικός, συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
Консервативный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдовец στα ελληνικά - χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα
  • выжить στα ελληνικά - αντικαθιστώ, επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
  • гласить στα ελληνικά - διαβάζω, τρέχω, μιλώ, λέω, κρένω, ομιλία, ανάγνωση, ...
  • гомосексуализм στα ελληνικά - ομοφυλοφιλία, αντιστροφή, αναστροφή, η ομοφυλοφιλία, ομοφυλοφιλίας, την ομοφυλοφιλία, της ομοφυλοφιλίας
Τυχαίες λέξεις
Консервативный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπνικτικός, συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών