Кормушка στα ελληνικά
Μετάφραση: кормушка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάτνη, τροφοδότη, τροφοδότης, τροφοδοσίας, τροφοδοτικού, τροφοδοτικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззаботно στα ελληνικά - σε, με ελαφριά καρδιά, ελαφρή συνείδηση
- въесться στα ελληνικά - τρώω, vestsya
- гастрит στα ελληνικά - γαστρίτιδα, γαστρίτιδας, της γαστρίτιδας, η γαστρίτιδα, γαστρίτιδος
- гриф στα ελληνικά - φώκια, βούλα, αυχένας, χαρτόσημα, λαιμός, σβέρκος, γραμματόσημο, ...
Τυχαίες λέξεις
Кормушка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάτνη, τροφοδότη, τροφοδότης, τροφοδοσίας, τροφοδοτικού, τροφοδοτικός
Μεταφράσεις: φάτνη, τροφοδότη, τροφοδότης, τροφοδοσίας, τροφοδοτικού, τροφοδοτικός