Коромысло στα ελληνικά

Μετάφραση: коромысло, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχτίδα, καδρόνι, δοκός, κουνιστή πολυθρόνα, rocker, ζυγού, στροφάλου, ζύγωθρο
Коромысло στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анализ στα ελληνικά - ανατομία, ρήξη, ελέγχω, δοκιμάζω, ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, ...
  • ассигнация στα ελληνικά - ανάθεση, λογαριασμός, διανομή, νομοσχέδιο, ράμφος, ραντεβού, διορισμός, ...
  • безатомный στα ελληνικά - nonatomic
  • двубойковый στα ελληνικά - dvuboykovy
Τυχαίες λέξεις
Коромысло στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχτίδα, καδρόνι, δοκός, κουνιστή πολυθρόνα, rocker, ζυγού, στροφάλου, ζύγωθρο