Корсет στα ελληνικά
Μετάφραση: корсет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баррикада στα ελληνικά - κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, οδόφραγμα, φράσσω, οδοφράγματος, ...
- волшебство στα ελληνικά - μαγεία, αίγλη, μαγικός, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας
- вундеркинд στα ελληνικά - βρέφος, wunderkind, παιδί θαύμα, παιδιού θαύματος
- девственник στα ελληνικά - αγνότητα, παρθένα, παρθένο, παρθένου, παρθένων, παρθένες
Τυχαίες λέξεις
Корсет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό