Κορσέ στα ρωσικά

Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корсет, пояс, грация, корсета, корсеты, корсетом
Κορσέ στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορσέ

κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας ρωσικά, κορσέ στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κοροϊδεύω στα ρωσικά - шут, обдурить, дурень, дурачить, баклуши, дурак, глупить, ...
  • κορσάζ στα ρωσικά - лиф, корсаж, букет, букетик, корсажем, корсажа
  • κορυδαλλός στα ρωσικά - забавляться, резвиться, перескакивать, шутить, жаворонок, Ларк, жаворонка, ...
  • κορυφή στα ρωσικά - ботва, зенит, острие, перепрыгнуть, крышка, покрывать, украшать, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: корсет, пояс, грация, корсета, корсеты, корсетом