Кортик στα ελληνικά
Μετάφραση: кортик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρεμάστρα, μαχαίρι, στιλέτο, μαχαιρώνω, Dirk, Ο Dirk, τον Dirk
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блуд στα ελληνικά - πορνεία, πορνείας, την πορνεία, μοιχεία, πορνείαν
- вздымающийся στα ελληνικά - επείγων, άμεσος, πανύψηλος, υψηλός, πανύψηλα, πανύψηλους, πανύψηλο, ...
- всосать στα ελληνικά - απορροφώ, πάνω, άνω, αναρροφά, πιπιλίζουν, απορροφά, παρασύρει, ...
- доминирующий στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
Τυχαίες λέξεις
Кортик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρεμάστρα, μαχαίρι, στιλέτο, μαχαιρώνω, Dirk, Ο Dirk, τον Dirk
Μεταφράσεις: κρεμάστρα, μαχαίρι, στιλέτο, μαχαιρώνω, Dirk, Ο Dirk, τον Dirk