Кочующий στα ελληνικά

Μετάφραση: кочующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φερέοικος, μετανάστης, roving, βλάχους, περιπλανώμενες, φυτίλι, ακατέργαστο νήμα
Кочующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взбалтывание στα ελληνικά - συνταρακτικός, ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
  • воспроизводительный στα ελληνικά - αναπαραγωγικός, αναπαραγωγική, αναπαραγωγικής, αναπαραγωγικό, την αναπαραγωγική
  • вьетнамский στα ελληνικά - Βιετνάμ, Βιετναμέζικη, vietnamese, βιετναμέζικα, του Βιετνάμ
  • заблуждающийся στα ελληνικά - λαθεμένοι
Τυχαίες λέξεις
Кочующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φερέοικος, μετανάστης, roving, βλάχους, περιπλανώμενες, φυτίλι, ακατέργαστο νήμα