Кошелка στα ελληνικά
Μετάφραση: кошелка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοφίνι, καλάθι, πανέρι, τσάντα, koshelka
Μεταφράσεις
- всеведущий στα ελληνικά - παντογνόστης, παντογνώστρια, παντογνώστης, παντογνώστες, παντογνώστη
- выгадывать στα ελληνικά - αποκρούω, εκτός, επινοώ, απολαβή, κατασκευάζω, αποταμιεύω, διασώζω, ...
- выкачать στα ελληνικά - αντλία, φουσκώνω, εκβιάζω, τρόμπα, υποτιμώ, ξεφουσκώσει, ξεφουσκώνουν, ...
- добровольный στα ελληνικά - αυθόρμητος, εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
Τυχαίες λέξεις
Кошелка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοφίνι, καλάθι, πανέρι, τσάντα, koshelka
Μεταφράσεις: κοφίνι, καλάθι, πανέρι, τσάντα, koshelka