Красоваться στα ελληνικά
Μετάφραση: красоваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόβω, κόψιμο, κοπή, επίδειξη, επιδεικνύω, αναδείξουν, να αναδείξουν, επιδείξουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актинический στα ελληνικά - ακτινική, ακτινικής, ακτινικές, ακτινικών, ακτινικό
- афганец στα ελληνικά - Αφγανός, του Αφγανιστάν, αφγανική, αφγανικού, αφγανικό
- белокожий στα ελληνικά - λευκό, άσπρος, ξανθός, λευκός, ξανθιά, ξανθά, ξανθό, ...
- вскрываться στα ελληνικά - αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, άνοιξε, άνοιξαν, ανοίγει, ...
Τυχαίες λέξεις
Красоваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόβω, κόψιμο, κοπή, επίδειξη, επιδεικνύω, αναδείξουν, να αναδείξουν, επιδείξουν
Μεταφράσεις: κόβω, κόψιμο, κοπή, επίδειξη, επιδεικνύω, αναδείξουν, να αναδείξουν, επιδείξουν