Кратковременный στα ελληνικά
Μετάφραση: кратковременный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντός, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артиллерия στα ελληνικά - πυροβολικό, πυροβολικού, πυροβόλα, το πυροβολικό, του πυροβολικού
- выгружать στα ελληνικά - εκπυρσοκρότηση, ξεφορτώνω, άφεση, εκροή, αδειάζω, απολύω, ξεφορτώσουν, ...
- выявляться στα ελληνικά - ανακαλύπτω, δείχνω, παράσταση, εμφαίνω, έρχονται, έρθουν, έρθει, ...
- дыня στα ελληνικά - πεπόνι, πεπονιού, το πεπόνι, καρπούζι, πεπόνια
Τυχαίες λέξεις
Кратковременный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντός, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Μεταφράσεις: κοντός, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής