Крючковатый στα ελληνικά

Μετάφραση: крючковатый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γαμψός, αγκύλος, γαντζώθηκε, συνδεδεμένο, αγκιστρώνεται, γαντζώνονται
Крючковатый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авторизовать στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
  • ассонант στα ελληνικά - ομοιοφώνος
  • веротерпимость στα ελληνικά - ανεκτικότητα, ανοχή, την ανοχή, η ανοχή, ανοχή έναντι
  • говорить στα ελληνικά - ξεχωρίζω, αναπνέω, ξεστομίζω, εκστομίζω, αφηγούμαι, διηγούμαι, αναφέρομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Крючковатый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γαμψός, αγκύλος, γαντζώθηκε, συνδεδεμένο, αγκιστρώνεται, γαντζώνονται