Курение στα ελληνικά
Μετάφραση: курение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, θυμίαμα, λιβάνι, καπνίζω, καπνοί, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автократ στα ελληνικά - δεσποτικός, αυτοκράτορας, μονάρχης, απόλυτος μονάρχης, απολυταρχικού, αυτοκράτωρ
- быть στα ελληνικά - ανήκω, βροχή, εμπλέκω, συμβαίνω, κείμαι, εορτάζω, χρωστώ, ...
- возрождать στα ελληνικά - αναστηλώνω, αποκαθιστώ, αναβιώνω, αναζωογονώ, ανακτώ, αναβιώσει, αναβιώσουν, ...
- деспот στα ελληνικά - κούρσα, δεσποτικός, αυτοκράτορας, δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, ...
Τυχαίες λέξεις
Курение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, θυμίαμα, λιβάνι, καπνίζω, καπνοί, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε
Μεταφράσεις: καπνός, θυμίαμα, λιβάνι, καπνίζω, καπνοί, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε