Курчавиться στα ελληνικά

Μετάφραση: курчавиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατσαρώνω, μπούκλα, ringleted
Курчавиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • античность στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
  • антоним στα ελληνικά - αντίθετο, αντώνυμο, antonym, αντίθετη λέξη
  • двуствольный στα ελληνικά - δίκαννο, διπλό barreled, διπλό βαρέλι, διπλού βαρελιού, με διπλό βαρέλι
  • жадеит στα ελληνικά - νεφρίτης, νεφρίτη, jade, από νεφρίτη
Τυχαίες λέξεις
Курчавиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατσαρώνω, μπούκλα, ringleted