Курчавиться στα ελληνικά
Μετάφραση: курчавиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατσαρώνω, μπούκλα, ringleted
![Курчавиться στα ελληνικά Курчавиться στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-15265.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- античность στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
- антоним στα ελληνικά - αντίθετο, αντώνυμο, antonym, αντίθετη λέξη
- двуствольный στα ελληνικά - δίκαννο, διπλό barreled, διπλό βαρέλι, διπλού βαρελιού, με διπλό βαρέλι
- жадеит στα ελληνικά - νεφρίτης, νεφρίτη, jade, από νεφρίτη
Τυχαίες λέξεις
Курчавиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατσαρώνω, μπούκλα, ringleted
Μεταφράσεις: κατσαρώνω, μπούκλα, ringleted