Кушать στα ελληνικά

Μετάφραση: кушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, τρώω, έχε, παίρνω, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Кушать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анемометр στα ελληνικά - ανεμόμετρο, αισθητήρα ανέμου, ανεμομέτρου, ανεμόμετρου, αισθητήρας ανέμου
  • водворять στα ελληνικά - κανονίζω, εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω, εγκαθίσταμαι, τοποθετώ, εισάγω, εισάγει τον, ...
  • вылупляться στα ελληνικά - επωάζω, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
  • дефектный στα ελληνικά - αισχρός, ελαττωματικός, ελλειπτικός, φαύλος, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Кушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, τρώω, έχε, παίρνω, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε