Лазить στα ελληνικά
Μετάφραση: лазить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλάμι, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, κνήμη, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Μεταφράσεις
- аффиксация στα ελληνικά - πρόσφυσης, επίθεση, επικόλλησης, στερέωσης, η τοποθέτηση
- беззаветно στα ελληνικά - ανιδιοτελώς, αφιλοκερδώς, αυταπάρνηση, με αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια
- глубоко στα ελληνικά - κατάκαρδα, βαθύτατα, βαθιά, βαθύς, βαθύ, βάθος, βαθιές
- диссонировать στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διχόνοια, έριδος, ασυμφωνία, διχόνοιας, ...
Τυχαίες λέξεις
Лазить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλάμι, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, κνήμη, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Μεταφράσεις: καλάμι, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, κνήμη, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που