Латать στα ελληνικά
Μετάφραση: латать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπάλωμα, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вездесущий στα ελληνικά - πανταχού παρών, πανταχού παρούσα, πανταχού, παντού, πανταχού παρόν
- гарнир στα ελληνικά - απολαμβάνω, γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, γαρνίρουμε, το γαρνίρισμα
- дербенник στα ελληνικά - loosestrife
- жужжать στα ελληνικά - βουίζω, κηφήνας, βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
Τυχαίες λέξεις
Латать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπάλωμα, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
Μεταφράσεις: μπάλωμα, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου