Легкий στα ελληνικά
Μετάφραση: легкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θίγω, ευχερής, εύστροφος, προσπάθεια, απλοϊκός, φωτερός, ξανθός, προσβάλλω, απόμακρος, άνετος, ανάβω, ελαφρύς, απότομος, απόκρημνος, απομακρυσμένος, πανέτοιμος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верховой στα ελληνικά - ιππασία, ιππασίας, οδήγησης, οδήγηση, ποδηλασίας
- возобновление στα ελληνικά - επιστροφή, επαναφορά, αναζωογόνηση, αναβαθμίζω, ανανέωση, αναβάθμιση, συνέχεια, ...
- волынь στα ελληνικά - βιολί, Volyn, Βόλιν, Βολύν
- железный στα ελληνικά - σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Τυχαίες λέξεις
Легкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θίγω, ευχερής, εύστροφος, προσπάθεια, απλοϊκός, φωτερός, ξανθός, προσβάλλω, απόμακρος, άνετος, ανάβω, ελαφρύς, απότομος, απόκρημνος, απομακρυσμένος, πανέτοιμος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Μεταφράσεις: θίγω, ευχερής, εύστροφος, προσπάθεια, απλοϊκός, φωτερός, ξανθός, προσβάλλω, απόμακρος, άνετος, ανάβω, ελαφρύς, απότομος, απόκρημνος, απομακρυσμένος, πανέτοιμος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη