Λέξη: αγαθό

Σχετικές λέξεις: αγαθό

αγαθό συνωνυμα, αγαθό του πλάτωνα, αγαθό αριστοτέλης, αγαθό giffen, αγαθό συμφέρον και δίκαιο, αγαθό ορισμός, αγαθό μετάφραση, αγαθό πολυτελείας, αγαθό giffen ορισμος, αγαθό αγγλικά

Συνώνυμα: αγαθό

κατοχή, κτήση

Μεταφράσεις: αγαθό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commodity, good, property, goods, resource
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mercadería, artículo, mercancía, bueno, buen, bien, buena, buenas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
güter, gebrauchsgegenstand, ware, gut, gutes, gute, guten, guter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
produit, commodité, article, biens, denrée, marchandise, bon, bonne, bien, bonnes, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
derrata, merce, buono, bene, buona, buon, buone
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mercadoria, bom, bem, boa, boas, bons
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
artikel, handelsartikel, handelswaar, waren, goed, goede, een goede, good
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
позиционирование, продукт, товар, хорошо, хороший, хорошая, хорошим, хорошей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vare, god, bra, godt, gode, good
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
handelsvara, bra, god, goda, gott
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavara, hyödyke, kauppatavara, hyvä, hyvää, hyvän, hyviä, hyvät
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vare, god, godt, gode, en god
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zboží, komodita, produkt, výrobek, artikl, dobrý, dobře, dobrá, dobré, dobrou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
towar, artykuł, dobry, dobro, dobre, dobra, dobrze
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árucikk, jó, a jó, jó ár, jól, helyes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşya, iyi, iyi bir, good, güzel
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
товарний, товар, крам, добре, гарно
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mirë, i mirë, e mirë, të mirë, mira
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продукт, товар, добър, добро, добре, добра, добри
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, хорошо
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarbeese, kaup, hea, head, heade, häid, heas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proizvod, dobro, dobar, dobra, loptu, dobre
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gott, góð, góður, vel, góða
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prekė, reikmuo, geras, gera, gerai, geros, gerą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prece, labs, labi, laba, ir laba, labu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
добро, добар, добра, добри, добрите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bun, bine, bună, buna, bune
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dobra, dober, dobro, dobri, dobre
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zboží, dobrý, dobré
Τυχαίες λέξεις