Легкомысленный στα ελληνικά
Μετάφραση: легкомысленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξανθός, γρήγορα, ανάβω, ελαφρόμυαλος, ευάερος, γρήγορος, φωτίζω, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, φωτερός, απρόσεκτος, ανυπολόγιστος, απερίσκεπτα, άκριτη, απερίσκεπτης, χωρίς περίσκεψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альбом στα ελληνικά - λεύκωμα, δίσκος, άλμπουμ, album, ξενοδοχειου, δίσκο
- блеск στα ελληνικά - λούστρο, πυρακτωμένος, αγριοκοιτάζω, φεγγοβολώ, λάμψη, ματιά, γυαλάδα, ...
- воинствующий στα ελληνικά - πολεμικός, μαχητικός, στρατευμένος, μαχητική, μαχητικές, στρατευμένη
- действенность στα ελληνικά - αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, την αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητά, της αποτελεσματικότητας
Τυχαίες λέξεις
Легкомысленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξανθός, γρήγορα, ανάβω, ελαφρόμυαλος, ευάερος, γρήγορος, φωτίζω, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, φωτερός, απρόσεκτος, ανυπολόγιστος, απερίσκεπτα, άκριτη, απερίσκεπτης, χωρίς περίσκεψη
Μεταφράσεις: ξανθός, γρήγορα, ανάβω, ελαφρόμυαλος, ευάερος, γρήγορος, φωτίζω, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, φωτερός, απρόσεκτος, ανυπολόγιστος, απερίσκεπτα, άκριτη, απερίσκεπτης, χωρίς περίσκεψη