Лексикон στα ελληνικά
Μετάφραση: лексикон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεξιλόγιο, λεξικό, λεξικού, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλογίου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вогнуть στα ελληνικά - γέρνω, καμπυλώνεται, στροφή, σκύβω, κλίνω, κλίνει, στρεβλώνουν, ...
- воплощаться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, να ενσαρκωθεί, να ενσαρκωθούν, να είναι συγχρόνως ενσαρκωμένη, ενσαρκωθούν, ...
- выздоравливать στα ελληνικά - επανακτώ, ανακτώ, παίρνω, αποκτώ, αναρρώνω, ανάκτηση, ανακτήσει, ...
- деятельный στα ελληνικά - απασχολημένος, ενεργός, συνταρακτικός, ακμαίος, δραστήριος, ζωντανός, ενεργητικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Лексикон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεξιλόγιο, λεξικό, λεξικού, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλογίου
Μεταφράσεις: λεξιλόγιο, λεξικό, λεξικού, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλογίου