Λέξη: αρχάριος
Σχετικές λέξεις: αρχάριος
αρχάριος ζωγράφος, αρχάριος σκι, αρχάριος συνώνυμα, ψαροντούφεκο αρχάριοσ, αρχάριος μελισσοκόμος, αρχάριος οδηγός, αρχάριος κηπουρός, αρχάριος φωτογραφος, ο αρχάριος, τρέξιμο αρχάριοσ
Μεταφράσεις: αρχάριος
αρχάριος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beginner, novice, a beginner, a novice, newbie
αρχάριος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
principiante, novato, novicio, bisoño, novicia, novatos
αρχάριος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfange, gründer, begründer, anfänger, Anfänger, Neuling, Novize, Novizen, Einsteiger
αρχάριος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débutant, novice, apprenti, conscrit, fondateur, du débutant, novices, débutants
αρχάριος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esordiente, novizio, principiante, debuttante, prime armi, novizia
αρχάριος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
novato, noviço, principiante, iniciante, novatos
αρχάριος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beginner, beginneling, novice, nieuweling, beginnende
αρχάριος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
начинающий, основатель, тот, новичок, учредитель, новичком, послушник, новичка
αρχάριος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nybegynner, nybegynnere, nybegynneren, uerfarne, novise
αρχάριος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nybörjare, novis, novisen, motparten, nybörjaren
αρχάριος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
noviisi, ensikertalainen, perustaja, vasta-alkaja, aloittelija, aloitteleville, aloittelevat, novice
αρχάριος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
novice, nybegynder, begynderbrugeren, nybegyndere, uerfarne
αρχάριος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nováček, začátečník, novic, nováčkem, Začínající uživatel
αρχάριος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nowicjusz, początkujący, początkującym, nowicjuszem, nowicjuszka
αρχάριος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
novícius, kezdő, újonc, a kezdő
αρχάριος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acemi, yeni, bir acemi, acemi bir
αρχάριος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
початкуючий, новак, початківець, отой, починаючий, новачок, новичок
αρχάριος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rishtar, fillestar, rishtar të, rishtar i
αρχάριος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
новак, начинаещ, начинаещите, послушник, новачка
αρχάριος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пачатковец, навічок, новы карыстальнік
αρχάριος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algaja, algajate, algajatele, algajad, algajal
αρχάριος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
početnik, početnica, novak, novajlija, iskušenik, novice
αρχάριος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýliði, Nýliða, Novice
αρχάριος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naujokas, pradedantysis, naujokai, pradedantiesiems, pradedantieji
αρχάριος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iesācējs, iesācēju, iesācējiem
αρχάριος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
почетниците, почетник, и почетниците, Новак, искушеник
αρχάριος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
începător, fondator, novice, de novice, incepator, începători
αρχάριος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
začetnik, novice, novinec, novic, novicah
αρχάριος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
začiatočník, nováčik, Začiatočník, odborník, Nováček, pokročilý
Τυχαίες λέξεις