Ленивый στα ελληνικά

Μετάφραση: ленивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσκίνητος, νυσταγμένος, άτονος, μαχμουρλής, άνεργος, τεμπέλης, αδρανής, μαλθακός, πλαδαρός, αργόσχολος, ράθυμος, νωχελής, νωθρός, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy
Ленивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • азербайджанка στα ελληνικά - Αζερμπαϊτζάν, azerbaijani, του Αζερμπαϊτζάν, αζερικών, αζερική
  • возводить στα ελληνικά - ανεγείρω, ορθώνω, αναστηλώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, ...
  • возразить στα ελληνικά - αποκηρύσσω, διαψεύδω, αντιτείνω, ανταπαντώ, ένσταση, αντιφάσκω, αποποιούμαι, ...
  • графиня στα ελληνικά - κόμισσα, κοντέσα, Countess, κόμισσας, κοντέσας
Τυχαίες λέξεις
Ленивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσκίνητος, νυσταγμένος, άτονος, μαχμουρλής, άνεργος, τεμπέλης, αδρανής, μαλθακός, πλαδαρός, αργόσχολος, ράθυμος, νωχελής, νωθρός, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy