Лентяй στα ελληνικά
Μετάφραση: лентяй, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπερμπάντης, πρόσωπο, τεμπέλης, άτομο, παλιάνθρωπος, άνθρωπος, Κρίμα, bummer, Ατυχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вмешивать στα ελληνικά - εμπλέκω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
- двоедушный στα ελληνικά - δίγνωμους
- джозеф στα ελληνικά - Ιωσήφ, Joseph, Τζόζεφ, ο Ιωσήφ, Ο Joseph
- ехидный στα ελληνικά - μοχθηρός, κακόβουλος, εμπαθής, κακοήθης, κακεντρεχής, κακόβουλο, κακόβουλα, ...
Τυχαίες λέξεις
Лентяй στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπερμπάντης, πρόσωπο, τεμπέλης, άτομο, παλιάνθρωπος, άνθρωπος, Κρίμα, bummer, Ατυχία
Μεταφράσεις: μπερμπάντης, πρόσωπο, τεμπέλης, άτομο, παλιάνθρωπος, άνθρωπος, Κρίμα, bummer, Ατυχία