Лесоводство στα ελληνικά

Μετάφραση: лесоводство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
Лесоводство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • азотирование στα ελληνικά - νίτρωση, νίτρωσης, νιτρώσεως, η νίτρωση, νίτρωση για
  • борный στα ελληνικά - βορικός, βορικό, βορικού, το βορικό, του βορικού
  • величавость στα ελληνικά - μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, μεγαλειότητα, το μεγαλείο, Αυτού Μεγαλειότητας
  • жоржет στα ελληνικά - Georgette, Ζορζέτ, Η Ζορζέτ, η Georgette, ζορζέτα
Τυχαίες λέξεις
Лесоводство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία