Лесок στα ελληνικά

Μετάφραση: лесок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλσος, Grove, ελαιώνα, δάσος, άλσους
Лесок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акванавт στα ελληνικά - aquanaut
  • базарный στα ελληνικά - φτηνός, χυδαίος, πρόστυχος, σκληρός, βάναυσος, πρόχειρος, τραχύς, ...
  • браконьер στα ελληνικά - λαθροκυνηγός, λαθροθήρας, poacher, λαθροκυνηγό, άρπαξ
  • голавль στα ελληνικά - είδος κυπρίνου, chub, τυλινάρι, το τυλινάρι, μαλακού κυλίνδρου
Τυχαίες λέξεις
Лесок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλσος, Grove, ελαιώνα, δάσος, άλσους