Лидировать στα ελληνικά
Μετάφραση: лидировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δρασκελιά, βήμα, φόρα, ρυθμός, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Μεταφράσεις
- аномалистический στα ελληνικά - anomalistic
- ваятель στα ελληνικά - γλύπτης, λαξευτής, γλύπτη, γλύπτρια, του γλύπτη, γλύπτριας
- вторжение στα ελληνικά - εισβολή, διείσδυση, εισβολής, την εισβολή, επιδρομή, εισβολή στο
- грубоватый στα ελληνικά - απότομος, αγενής, αμβλύς, γερός, ρωμαλέος, αγροίκος, σκληρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Лидировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δρασκελιά, βήμα, φόρα, ρυθμός, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Μεταφράσεις: δρασκελιά, βήμα, φόρα, ρυθμός, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί