Линовать στα ελληνικά

Μετάφραση: линовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθύνω, επενδύω, παρατάσσω, κανόνας, ρυτίδα, αποφασίζω, γραμμή, βασιλεύω, linovat
Линовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • астрагал στα ελληνικά - αστράγαλος, Astragalus, αστραγάλου, του Astragalus, η Astragalus
  • венесуэлка στα ελληνικά - Βενεζουέλας, Βενεζουέλα, της Βενεζουέλας
  • воспитатель στα ελληνικά - δάσκαλος, καθηγητής, καθηγήτρια, δασκάλα, παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, ...
  • едва στα ελληνικά - μόλις, δίκαιος, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
Τυχαίες λέξεις
Линовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθύνω, επενδύω, παρατάσσω, κανόνας, ρυτίδα, αποφασίζω, γραμμή, βασιλεύω, linovat