Личный στα ελληνικά

Μετάφραση: личный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαντάρος, πεπερασμένος, ατομικός, ιδιαίτερος, παράδοξος, θανάσιμος, οικείος, περιορισμένος, παράξενος, άτομο, ανθρώπινος, θνητός, προσωπικός, ενδόμυχος, ιδιωτικός, άνθρωπος, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Личный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • батюшка στα ελληνικά - πατέρας, Πατέρα, Ο πατέρας, Πατρός, Πατήρ
  • выпрямляться στα ελληνικά - σωστός, δικαίωμα, γίνομαι, δεξιός, αρμόζω, ισιώνω, ισιώσει, ...
  • глазок στα ελληνικά - οφθαλμός, τρύπα, μάτι, κρυφοκοιτάζω, ματάκι, ματάκι πόρτας
  • деспотизм στα ελληνικά - τυραννία, δεσποτισμός, δεσποτισμό, δεσποτισμού, το δεσποτισμό, δεσποτεία
Τυχαίες λέξεις
Личный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαντάρος, πεπερασμένος, ατομικός, ιδιαίτερος, παράδοξος, θανάσιμος, οικείος, περιορισμένος, παράξενος, άτομο, ανθρώπινος, θνητός, προσωπικός, ενδόμυχος, ιδιωτικός, άνθρωπος, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές