Περιορισμένος στα ρωσικά

Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ограниченный, личный, ограничено, ограничивается, ограничен, ограничены
Περιορισμένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμένος

περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, περιορισμένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • περιοδικό στα ρωσικά - приёмник, магазин, журнал, журнала, журналы, журнале, журналом
  • περιορίζω στα ρωσικά - покорять, преобразовывать, урезывать, сбавить, ослаблять, снижать, доводить, ...
  • περιορισμός στα ρωσικά - ограниченность, ограничение, ущемление, имитирование, давность, оговорка, ограничения, ...
  • περιουσία στα ρωσικά - землевладение, богач, наследство, качество, поместье, имущество, атрибут, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: ограниченный, личный, ограничено, ограничивается, ограничен, ограничены