Лог στα ελληνικά
Μετάφραση: лог, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαγκάδι, λαγκάδα, ρεματιά, φαράγγι, αρχείο καταγραφής, το αρχείο καταγραφής, αρχείου καταγραφής, αρχείο ημερολογίου, αρχείο καταγραφής για
Μεταφράσεις
- беспорядочный στα ελληνικά - ατημέλητος, χαώδης, ακατάστατος, ασυνάρτητος, άτακτος, ανακατεμένος, σύμμικτος, ...
- бомбардировщик στα ελληνικά - βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
- голодный στα ελληνικά - πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
- женственность στα ελληνικά - γυναίκα, θηλυκότητα, θηλυκότητας, θηλυκότητά, τη θηλυκότητα, τη θηλυκότητά
Τυχαίες λέξεις
Лог στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαγκάδι, λαγκάδα, ρεματιά, φαράγγι, αρχείο καταγραφής, το αρχείο καταγραφής, αρχείου καταγραφής, αρχείο ημερολογίου, αρχείο καταγραφής για
Μεταφράσεις: λαγκάδι, λαγκάδα, ρεματιά, φαράγγι, αρχείο καταγραφής, το αρχείο καταγραφής, αρχείου καταγραφής, αρχείο ημερολογίου, αρχείο καταγραφής για