Ломать στα ελληνικά

Μετάφραση: ломать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, κάταγμα, αντεπίθεση, διχοτομία, θλάση, διάλλειμα, σπάζω, σπάσιμο, διακοπή, διάσπαση, θραύση
Ломать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бомбоубежище στα ελληνικά - καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
  • возмездие στα ελληνικά - πληρωμή, ανταπόδοση, ποινή, αντίποινα, αντεκδίκηση, εκδίκηση, πρόστιμο, ...
  • диаграммный στα ελληνικά - διαγραμματική, σχηματική, διαγραμματικά, διαγραμματικές, διαγραμματικό
  • живодёрня στα ελληνικά - zhivodёrnya
Τυχαίες λέξεις
Ломать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, κάταγμα, αντεπίθεση, διχοτομία, θλάση, διάλλειμα, σπάζω, σπάσιμο, διακοπή, διάσπαση, θραύση