Ломить στα ελληνικά

Μετάφραση: ломить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόνος, σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, πονώ, διάλειμμα, λαχταρώ, πόνο, πόνος στο, πόνο στο, άλγος
Ломить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вечерница στα ελληνικά - ρόκα, ρουκέτα, πύραυλος, noctule
  • вкрапленный στα ελληνικά - ενταγμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο, ενσωματωμένες, ριζωμένους
  • властелин στα ελληνικά - ρήγας, κύριος, μετρ, βασιλιάς, αυτεξούσιος, αφέντης, χάρακας, ...
  • габион στα ελληνικά - κοφίνωση, συρματοκιβώτιου, συρματοκιβώτιο, gabion, Κόφινος δομικών λίθων
Τυχαίες λέξεις
Ломить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόνος, σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, πονώ, διάλειμμα, λαχταρώ, πόνο, πόνος στο, πόνο στο, άλγος