Ломка στα ελληνικά

Μετάφραση: ломка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατεδάφιση, καταστροφή, σπάσιμο, σπάζοντας, θραύσης, θραύση, θραύσεως
Ломка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безапелляционный στα ελληνικά - τελικός, αυταρχικός, επιτακτικός, ανένδοτος, προστακτικός, αυθαίρετος
  • василий στα ελληνικά - βασιλικός, Βασίλης, Βασίλειος, Βασιλείου, Βασίλη
  • веретено στα ελληνικά - άτρακτος, ατράκτου, άτρακτο, ατράκτωση, ατράκτωση των
  • властвовать στα ελληνικά - κυριαρχώ, κανόνας, δεσπόζω, βασιλεία, επικρατώ, υπερισχύω, αποφασίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ломка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατεδάφιση, καταστροφή, σπάσιμο, σπάζοντας, θραύσης, θραύση, θραύσεως