Ломкий στα ελληνικά
Μετάφραση: ломкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλθακός, εύθρυπτος, φίνος, αδύναμος, εύθραυστος, λεπτός, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антагонист στα ελληνικά - ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, ανταγωνιστού, ανταγωνιστή του, ανταγωνιστική
- высевать στα ελληνικά - ενσπείρω, σπέρνω, χοιρομητέρα, χοιρομητέρας, γουρούνα, χοιρομητέρων, θηλυκός χοίρος
- вытряхнуть στα ελληνικά - κουνώ, σαλεύω, βγάλετε προς τα έξω, τρυπά έξω
- доверяющий στα ελληνικά - εμπιστευτικός, τραστ, καταπιστεύματα, καταπιστευμάτων, εμπιστεύεται, ευελπιστεί
Τυχαίες λέξεις
Ломкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλθακός, εύθρυπτος, φίνος, αδύναμος, εύθραυστος, λεπτός, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
Μεταφράσεις: μαλθακός, εύθρυπτος, φίνος, αδύναμος, εύθραυστος, λεπτός, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο