Лот στα ελληνικά

Μετάφραση: лот, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμίζω, ηγούμαι, μόλυβδος, κλήρος, λουρί, μοίρα, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή
Лот στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акушер στα ελληνικά - μαιευτήρας, μαιευτήρα, γυναικολόγος, obstetrician, ο μαιευτήρας
  • безразмерный στα ελληνικά - διασταλτός, αδιάστατος, αδιάστατη, αδιάστατοι, αδιάστατες, αδιάστατο
  • ввернуть στα ελληνικά - βιδώνω, βίδα, βιδώστε, βίδα σε, βιδώσετε, βιδώνετε, βιδώνονται
  • джингоизм στα ελληνικά - σωβινισμός, σωβινισμό, σοβινισμού, φιλοπόλεμος πολιτική
Τυχαίες λέξεις
Лот στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμίζω, ηγούμαι, μόλυβδος, κλήρος, λουρί, μοίρα, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή