Любимчик στα ελληνικά
Μετάφραση: любимчик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θωπεύω, Pet, Κατοικίδια, Δέχεται, Δέχεται Κατοικίδια, επιτρέπονται τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- впадение στα ελληνικά - εισροή, συμβολή, συρροή, συμβολής, συρροής, σύγκλιση
- вшиветь στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, vshivet
- дворянский στα ελληνικά - αβρός, nobiliary
- длинноволосый στα ελληνικά - μακρυμάλλης, μακριά μαλλιά, μακρυμάλλη, μακρύ τρίχωμα, μακρυμάλλες
Τυχαίες λέξεις
Любимчик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θωπεύω, Pet, Κατοικίδια, Δέχεται, Δέχεται Κατοικίδια, επιτρέπονται τα
Μεταφράσεις: θωπεύω, Pet, Κατοικίδια, Δέχεται, Δέχεται Κατοικίδια, επιτρέπονται τα