Любящий στα ελληνικά
Μετάφραση: любящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερωτικός, στοργικός, μαλακός, λουσάτος, τρυφερός, αγάπη, αγάπης, αγαπώντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бюрократия στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, η γραφειοκρατία
- византийский στα ελληνικά - βυζαντινός, Βυζαντινή, Βυζαντινής, Βυζαντινό, βυζαντινές
- главенство στα ελληνικά - κυριαρχία, προτεραιότητα, ηγεμονία, υπεροχή, ανωτερότητα, ανωτερότητας, υπεροχής, ...
- житель στα ελληνικά - κάτοικος, άνθρωποι, άνθρωπος, κολίγας, κόσμος, πληθυσμός, κάτοχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Любящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερωτικός, στοργικός, μαλακός, λουσάτος, τρυφερός, αγάπη, αγάπης, αγαπώντας
Μεταφράσεις: ερωτικός, στοργικός, μαλακός, λουσάτος, τρυφερός, αγάπη, αγάπης, αγαπώντας