Максимум στα ελληνικά
Μετάφραση: максимум, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφή, ψηλός, ταβάνι, κορυφώνω, ανώτατο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης, μέγιστου
Μεταφράσεις
- безвозвратно στα ελληνικά - αμετάκλητα, ανέκκλητα, οριστικά, αμετάκλητη, αμετακλήτως
- гражданский στα ελληνικά - ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής
- денудация στα ελληνικά - απογύμνωση, την απογύμνωση, απογύμνωσης, η απογύμνωση, απογύμνωση του
- доктрина στα ελληνικά - τύπος, δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
Τυχαίες λέξεις
Максимум στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφή, ψηλός, ταβάνι, κορυφώνω, ανώτατο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης, μέγιστου
Μεταφράσεις: κορυφή, ψηλός, ταβάνι, κορυφώνω, ανώτατο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης, μέγιστου